ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΝΛΣ 2024
«ΚΛΙΝΙΚΗ ΤΟΥ ΒΛΕΜΜΑΤΟΣ»
Παρουσίαση του θέματος
Ντανιέλ Ρουά
Η κλινική του βλέμματος έχει μια εντελώς ταπεινή προέλευση στο πεδίο μας. Με κάποιες εξαιρέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, δεν έχει τίποτα θεαματικό. Είναι συνυφασμένη με την είσοδο στην ανάλυση, τη στιγμή που, περνώντας στο ντιβάνι, ο ασθενής ως αναλυόμενος πλέον, αδυνατεί να στηριχθεί στο βλέμμα του αναλυτή που βρίσκεται εφεξής εκτός του οπτικού πεδίου του.
Μια τομή– Μια επιθυμία
Το βλέμμα αναδύεται από εκείνη τη στιγμή ως αποχωρισμένο αντικείμενο, αποχωρισμένο από την ανταλλαγή της κατοπτρικής σχέσης.
Το αντικείμενο βλέμμα γεννιέται, τοιουτοτρόπως, από την επιθυμία του Φρόυντ τη στιγμή που ο ίδιος εφευρίσκει τον ψυχαναλυτικό μηχανισμό. Έτσι, για κάθε ανάλυση, η επιθυμία του αναλυτή παρεμβαίνει ώστε να δημιουργήσει αυτό το πεδίο όπου το βλέμμα μπορεί να απομονωθεί ως αποχωρισμένο αντικείμενο.
Κατά συνέπεια, το αντικείμενο βλέμμα γεννιέται από μια αφαίρεση και πιο ριζικά, από μια τομή.
Θα αναρωτηθούμε ενδεχομένως εάν αυτή η διπλή συνθήκη – μια ενσαρκωμένη σε πράξη επιθυμία μαζί με τη μη ανατρέψιμη τροπικότητα της τομής – που απομονώνει στο πεδίο μας το βλέμμα ως αντικείμενο, ισχύει και σε άλλα πεδία όπως τις περί αισθητικής θεωρίες των φιλοσόφων και των ιστορικών τέχνης, την καλλιτεχνική δράση, τα ερωτικά ήθη και έθιμα, κ.τ.λ.
Αχρεία κηλίδα και εκτυφλωτική λάμψη
Όσον αφορά στο πεδίο μας, επαληθεύουμε στη θεραπεία αυτή την εκδήλωση του βλέμματος ως αντικειμένου κάθε φορά που ο αναλυόμενος βλέπει τον εαυτό του οιονεί κηλίδα μέσα στον πίνακα– και συχνά μάλιστα όχι μια τόσο καθαρή κηλίδα – ή αντίστροφα όταν πασχίζει να εκπέμπει τις αναλαμπές μιας φλογερής λαλιάς προκειμένου να θαμπώσει, αν όχι και να τυφλώσει το υποτιθέμενο βλέμμα του αναλυτή. Η κίνηση αυτή είναι ιδιαίτερα παρούσα στη θεραπεία με τα παιδιά, όπου σχέδια, παιχνίδια και παντομίμες κινητοποιούνται στο πεδίο του ορατού ώστε να επιπωματίσουν το έλλειμμα που παρατηρείται στον Άλλο, καθώς εναπόκειται στο παιδί να αντιμετωπίσει το ίδιο το έλλειμμα. Άλλωστε στη συνεδρία των αποκαλούμενων ενήλικων υποκειμένων τα ανέκδοτα, οι πολύχρωμες ιστορίες, οι εκλεπτυσμένες πλοκές που μεταφέρονται όλα από τη φωνή, δεν έχουν άλλη λειτουργία παρά να προκαλέσουν την περιέργεια του Άλλου και να κορέσουν την προσοχή του. Αμφότερες, περιέργεια και προσοχή, είναι απόγονοι της ενόρμησης σύμφωνα με τον Φρόυντ: της σκοπικής ενόρμησης όσον αφορά στην περιέργεια[1], της ενόρμησης επιστημοφιλίας όσον αφορά στην προσοχή.[2]
Τέσσερις κλινικές προοπτικές
Το φαινόμενο της επιστροφής του αντικειμένου βλέμματος στο ομιλούν σώμα ανοίγει στη μελέτη μας τέσσερις κλινικές προοπτικές.
Μια ολόκληρη κλινική της απόδοσης του βλέμματος στο πεδίο του Άλλου, η οποία αποσκοπεί να αντιταχθεί στην επίδραση της τομής, εγκαινιάζεται εκεί, στη μεταβίβαση.[3] Αυτή η κλινική του βλέμματος του Άλλου, για την οποία ο Λακάν λέει ότι «οφείλουμε να το συλλάβουμε σαν να ενδοβάλλεται μέσω ενός σημείου [...].Ein einziger Zug»,[4] είναι η κλινική του Ιδεώδους του εγώ, I(A), όπου το υποκείμενο μπορεί να δει τον εαυτό του ως αξιαγάπητο ή μισητό, κατάλληλο ή απρεπή. Πρόκειται εδώ για την κλινική της νεύρωσης, εάν δε ξεχνάμε ότι συνοδεύεται από μια κλινική του βλέμματος στη φαντασίωση, όπου το βλέμμα εγκαθίσταται ως αντικείμενο απόλαυσης που είτε αφαιρείται από τον Άλλο είτε προστίθεται στον Άλλο. Εκεί ο Λακάν τοποθετεί αυτά τα δύο διαστροφικά γνωρίσματα γνωστά αντίστοιχα ως ηδονοβλεψία και επιδειξιομανία.[5]
Το δέσιμο αυτό της απόλαυσης και του Άλλου που πραγματοποιεί εδώ το αντικείμενο βλέμμα αναδεικνύεται με πολύ σαφή τρόπο από τον Λακάν στο «Télévision» σχετικά με τον Δάντη και τη Βεατρίκη: «Ένα βλέμμα, αυτό της Βεατρίκης, και δη το τίποτα, ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων και το εξαίσιο απόβλητο που απορρέει από αυτό: να λοιπόν που προκύπτει αναδυόμενος ο Άλλος που δεν μπορούμε να ταυτίσουμε παρά μόνο με την απόλαυσή της ίδιας που ο Δάντης αδυνατεί να ικανοποιήσει εφόσον το μόνο που μπορεί να έχει από αυτήν είναι αυτό το βλέμμα, το αντικείμενο, το οποίο ο Θεός, μας λέει, την γεμίζει».[6]
Θα διερευνήσουμε επίσης μια κλινική της επιστροφής του αντικειμένου βλέμματος πάνω στο σώμα, το βλέμμα ως ανάποδη όψη της κατοπτρικής εικόνας. Την υποστηρίζει ή, αντίθετα, την αποπροσωποποιεί, τη σημαδεύει, ακόμη και τη σκίζει. Άλλο ένα κλινικό ερώτημα τίθεται επ’ αυτού: πού να τοποθετήσουμε το βλέμμα και τη λειτουργία του στη γραφή του ψυχοσωματικού φαινομένου, αποκαλούμενο καλύτερα από τον Λακάν «επιστημο-σωματική ρωγμή»;
Υπάρχει επίσης μια κλινική της επιστροφής του αντικειμένου βλέμματος στο πραγματικό, όπου αναδύεται ως πραγματικά αποκομμένο από το σώμα: δίκην των «περιπλανώμενων βλεμμάτων» του παραληρήματος επιτήρησης, που παρακολουθούν το υποκείμενο σε κάθε γωνιά, σε κάθε συνάντηση – εν προκειμένω το κείμενο του Φρόυντ «Ανακοίνωση ενός αντιτιθέμενου της ψυχαναλυτικής θεωρίας περιστατικού παράνοιας»[7] είναι παραδειγματικό – ή δίκην του σύμπαντος που γίνεται εξ ολοκλήρου βλέμμα από το οποίο το υποκείμενο δεν μπορεί πλέον να ξεφύγει – θα θυμηθούμε εδώ το σχέδιο μιας σχιζοφρενούς ασθενούς που παρουσίασε ο καθηγητής Μπομπόν [Bobon] και το οποίο επικαλείται ο Λακάν στο Σεμινάριο του Το Άγχος [8]: δείχνει ένα δέντρο του οποίου ο κορμός είναι καλυμμένος με μια κάθετη σειρά από μάτια που κοιτάζουν, «με μια γιρλάντα από ζωγραφισμένα σημεία που σχηματίζουν μια σωστή φράση, την πρώτη εδώ και χρόνια, φράση-κλειδί του παραληρήματός της – Io sono sempre vista- “Με βλέπουν διαρκώς”».[9]
Το βλέμμα ως απολαμβάνουσα ουσία που προστίθεται στον κόσμο
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι δύο τελευταίες κινήσεις – επιστροφή του βλέμματος πάνω στο σώμα και επιστροφή του βλέμματος στο πραγματικό – επικρατούν σήμερα μαζικά εκτός αναλυτικής θεραπείας. Αποτελούν τους φορείς που θέτουν σε λειτουργία στο κοινωνικό σώμα το βλέμμα ως καθαρή απολαμβάνουσα ουσία αποσπασμένη από τα ζωντανά σώματα, τα οποία πλήττονται εφεξής από τους ίδιους.
Η εμφάνιση του κινηματογράφου και του κινητοσκόπιου, ταυτόχρονα στην παλαιά ευρωπαϊκή ήπειρο και στον Νέο Κόσμο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, προηγείται κατά τι της γέννησης της σκοπικής ενόρμησης, υπό την πένα του Φρόυντ. Μαζί με την ενόρμηση της σκληρότητας «ήδη από τα παιδικά χρόνια παρατηρούνται ως ανεξάρτητες τάσεις, ξεχωριστές αρχικά από την ερωτογενή σεξουαλική δραστηριότητα».[10] Οι διαστροφές ηδονοβλεψία και επιδειξιομανία προέρχονται από αυτή την περίοδο. Όπως και ο κινηματογράφος, ανακτούν αυτή την «αυτόνομη τάση» του βλέμματος για τη δική τους απόλαυση, μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού, καλώντας άλλα σώματα για να παράγει βλέμμα.
Παρομοίως, η γέννηση του βλέμματος ως αντικείμενο (α) στη διδασκαλία του Λακάν είναι της εποχής της τηλεόρασης, μηχανισμός που εξαφανίζει την εικόνα που προβάλλεται σε μια οθόνη προς όφελος μιας εικόνας που αναδύεται από την οθόνη για να παρουσιάσει στον τηλεθεατή όλα όσα τον κοιτάζουν και να μη δείξει όσα δεν τον κοιτάζουν... Ο Λακάν στο Σεμινάριο xi [11], αποσπά το βλέμμα από αυτή την παγίδα, πολύ πιο τρομερή από τον πίνακα του ζωγράφου, ο οποίος δεν υφίσταται χωρίς την επιθυμία του καλλιτέχνη. Όντως, αυτή η παγίδα δεν είναι πλέον η παγίδα της απόλαυσης του διαστροφικού, αλλά της υπεραπόλαυσης που τίθεται στην υπηρεσία του «αυριανού κυρίου» που λέει και δείχνει αυτό που αρμόζει να δούμε και να ακούσουμε σήμερα.
Σήμερα, το αντικείμενο βλέμμα είναι στο τσεπάκι μας, υπό τη μορφή του κινητού τηλεφώνου, του smartphone – στη τσέπη ή στη τσάντα, διότι εξακολουθεί να διαπιστώνεται μια ορισμένη διαφορά φύλου, τουλάχιστον για τη γενιά των boomers. Για τις νέες γενιές είναι πιο απλό: είναι στο χέρι, αναπόσπαστο από το σώμα, που θα μπορούσε να πει εύστοχα: io sono sempre visto! [Με βλέπουν διαρκώς!].
Σήμερα, οι ψυχαναλυτές και οι θεραπευτές βρίσκονται αντιμέτωποι στην πρακτική τους με μια νέα κλινική του βλέμματος, μια κλινική του πραγματικού βλέμματος, χωρίς οθόνη, αναπόσπαστου από το φαντασιακό σώμα. Η σύζευξη αυτή καθιστά τον Άλλο του σημαίνοντος επισφαλή ή συγκεχυμένο ή αποδιοργανωμένο ή πιο ριζικά ξένο και διωκτικό όταν το αναπόσπαστο αποδεικνύεται μη αποχωρίσιμο. Είναι η κλινική των εφήβων του αιώνα και καλούμαστε να μάθουμε τη λογική της μαζί τους, βασιζόμενοι πάνω στους λίγους κόκκους άμμου που συνθέτουν τα εναδικά γνωρίσματα που είναι τα εμβλήματά τους, έναν προς έναν, και τα οποία τους διαφοροποιούν και από τα οποία μπορούν να διακριθούν. Στο χέρι μας είναι να διακρίνουμε αυτά τα «εναδικά γνωρίσματα» στη δική τους γλώσσα ώστε να συμβάλουμε με το δικό μας λιθαράκι.
Μετάφραση: Ελένη Ρηγούτσου
[1] Freud S., Trois essais sur la théorie sexuelle, Gallimard, Παρίσι 1987, σ. 121. Στα ελληνικά: Φρόυντ Σ., Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Επίκουρος, Αθήνα, 1991, σ.72.
[2] Στο ίδιο, σ. 73 και 84.
[3] MillerJ.-A., «D’un regard, l’étrangeté», La Cause du désir τεύχος 102, Navarin éditeur, Παρίσι 2019, σ. 45-55. Στα ελληνικά: Μιλέρ Ζ.-Α. «Το βλέμμα στη νεύρωση», Η Ψυχανάλυση τεύχος 7, Αθήνα 2011, σ. 29-41.
[4] Lacan J., Le Séminaire, livre vii, Le transfert, Παρίσι, Seuil, σ. 418. Στα ελληνικά: Λακάν Ζ., Το Σεμινάριο, 8ο βιβλίο, Η μεταβίβαση, (μτφρ. Α. Πίγκου, Δ. Ανδροπούλου, Ρ. Χριστοπούλου, Ε. Μόλαρη, επιμ. Ν. Λινάρδου, Ρ. Μπλανσέ, Κ. Τσάμπουρας), Εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2020, σ. 383.
[5] Lacan J., Le Séminaire, livre vi, D’un Autre à l’autre, Seuil, Παρίσι 2006, κεφ. xvi.
[6] LacanJ., «Télévision», Άλλα Γραπτά, Seuil, Παρίσι 2001, σ. 526-527.
[7] Freud S.,«Communication d’un cas de paranoïa en contradiction avec la théorie psychanalytique», Névrose, psychose et perversion, PUF, Παρίσι 1981.
[8] Lacan J., Le Séminaire, livre x, L’angoisse, Seuil, Παρίσι 2004, σ. 90.
[9] Bobon J. «Leçon inaugurale (extraits)», Ornicar? Revue du Champ freudien, τεύχος 29, Απρίλιος-Ιούνιος 1984, Παρίσι, Navarin éditeur, σ. 162-165.
[10] Φρόιντ Σ., Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, ό.π., σ. 71.
[11] Lacan J., Le Séminaire, livre xi, Les quatre concepts fondamentaux de la psychanalyse, Seuil, Παρίσι 1973, κεφ. vi με ix, σ. 65-109. (Du regard comme objet petit a). Στα ελληνικά -και με κάθε επιφύλαξη: Λακάν Ζ., Το Σεμινάριο, βιβλίο XI, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, (μτφρ. Α. Σκαρπαλέζου), Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 93-156 (Για το βλέμμα σαν αντικείμενο μικρό α).